- συνοδηγός
- ο, η / συνοδηγός, -όν, ΝΑ [ὁδηγός]ο επίσης οδηγόςνεοελλ.αυτός που κάθεται δίπλα στον οδηγό οχήματοςαρχ.οδηγός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνοδηγόν — συνοδηγός guide masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)